μοναρχίζω

μοναρχίζω
μοναρχίζω (ΑΜ)
κυβερνώ ως μονάρχης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μονάρχης + κατάλ. -ίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μοναρχισμός — ο 1. διακυβέρνηση από μονάρχη, μοναρχία 2. υποστήριξη τού μοναρχικού πολιτεύματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοναρχίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1745 στον Θ. Μανδακάση] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”